Η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία και
την Πορτογαλία είναι οι μόνες χώρες στην Ευρώπη που μπορούν να
καλλιεργήσουν το αβοκάντο και δεδομένης της πολύ υψηλής κατανάλωσης του
προϊόντος στις χώρες της Ε.Ε., θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά εν
δυνάμει εξαγώγιμα προϊόντα με επιτακτική την ανάγκη αύξησης της εγχώριας
παραγωγής.
Κάθε χρόνο στη χώρα μας καταναλώνονται
περίπου 7.000 τόνοι αβοκάντο. Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της
εγχώριας αγοράς απαιτείται η εισαγωγή περίπου 3.000 τόνων, ενώ από τους
5.200 τόνους που παράγονται στην Ελλάδα οι 1.200 τόνοι περίπου
εξάγονται.
Το αβοκάντο είναι δένδρο αειθαλές,
μεγάλου μεγέθους. Ο καρπός του αβοκάντο είναι απιοειδής, μεγάλου
μεγέθους με ένα μεγάλο σπέρμα. Η σάρκα του είναι κιτρινωπή με γεύση
βουτύρου κατά την ωρίμανση. Καταναλώνεται νωπός, ενώ το λάδι του
χρησιμοποιείται ευρέως στη φαρμακευτική. Σημειώνεται η μεγάλη θρεπτική
αξία του καρπού του αβοκάντο ο οποίος παρουσιάζει υψηλή περιεκτικότητα
σε ακόρεστα λιπαρά οξέα και έτσι κατατάσσεται σε τροφή εξέχουσας
σημασίας στην υγιεινή διατροφή. Επίσης, έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε
ζάχαρη, οπότε αποτελεί τροφή υψηλής ενέργειας για διαβητικούς ανθρώπους.
Τα άνθη του αβοκάντο είναι ερμαφρόδιτα
και ανήκουν σε δύο τύπους ανάλογα με την ποικιλία. Για να εξασφαλιστεί
ικανοποιητική καρποφορία απαιτείται συγκαλλιέργεια ποικιλιών και των δύο
τύπων ανθέων.
Το αβοκάντο πολλαπλασιάζεται με εμβολιασμό των επιθυμητών ποικιλιών σε υποκείμενα σπορόφυτα.
Ευδοκιμεί σε περιοχές με ζεστά καλοκαίρια
και ήπιους χειμώνες, απαλλαγμένες παγετών και ισχυρών ανέμων. Απαιτεί
καλλιέργεια σε ελαφρά ή μέσης σύστασης, βαθιά και καλά αποστραγγιζόμενα
με χαμηλή περιεκτικότητα σε άλατα.
Έχει αυξημένες ανάγκες σε νερό και γι’
αυτό απαιτείται πότισμα σε περιοχές με περιορισμένες βροχοπτώσεις.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην ποιότητα του αρδευτικού νερού,
διότι το αβοκάντο είναι πολύ ευαίσθητο στα άλατα.
Διαμορφώνεται σε σχήμα κυπελλοειδές και συνιστάται ελαφρύ κλάδεμα καρποφορίας.
Σε ιδανικές εδαφοκλιματικές συνθήκες και
με εφαρμογή σωστών καλλιεργητικών τεχνικών η μέση στρεμματική απόδοση
μπορεί να φτάσει 3.000 κιλά.
Οι καρποί μετά την ωρίμανσή τους μπορούν
να διατηρηθούν στο δένδρο για αρκετούς μήνες. Η συλλογή γίνεται με το
χέρι και πραγματοποιείται σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους
δεδομένου ότι υπάρχουν πρώιμες, μεσοπρώιμες και όψιμες ποικιλίες.
Οι ποικιλίες που προωθούνται είναι: Hass
(όψιμη), Fuerte (μεσοπρώιμη), Ettinger και Zutano (πρώιμες) με τις
αναγκαίες και κατάλληλες επικονιάστριες ποικιλίες.
Η καλλιέργεια προωθείται στις απάνεμες
τοποθεσίες των Νομών της Νήσου Κρήτης, των Κυκλάδων, Δωδεκανήσου,
Λακωνίας, Μεσσηνίας, στα νησιά Κύθηρα, Αντικύθηρα, Πόρο, στις περιοχές
Τροιζηνίας και Θερμισίας καθώς και σε άλλες περιοχές όπου υπάρχει
καλλιεργητική εμπειρία και ενδείκνυνται σύμφωνα με τις κατά τόπους
αρμόδιες Δ/νσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής των Περιφερειακών
Ενοτήτων.
Πηγή: Υπουργείο
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων – Γενική Διεύθυνση Φυτικής Παραγωγής –
ΠΑΠ Δενδροκηπευτικής ΕΣΠΕΡΙΔΟΕΙΔΗ & ΥΠΟΤΡΟΠΙΚΑ ΦΥΤΑ
Διευθυντής: Αντώνης Κουντούρης, Γεωπόνος,
αν. Προϊστάμενος Γεν. Δ/νσης Φυτικής – Χαραλαμπία Μπαϊρακτάρη,
Γεωπόνος, Προϊσταμένη τμήματος Εσπεριδοειδών & Υποτροπικών – Ιωάννα
Πέτκου, Γεωπόνος MSc,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου